πολέες

πολέες

πολέες, ep. plur. von πολύς, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολέες — πολύς many masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλεες — Πόλις city fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλεες — πόλις city fem nom/voc pl (epic doric ionic) πόλις city fem nom pl (epic ionic) πολέω go about imperf ind act 2nd sg (epic ionic) πολύς many masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”