- πολιᾱ-νόμος
πολιᾱ-νόμος, ὁ, Stadtverwalter, -vorsteher, eine Obrigkeit, Sp., wie D. Cass. 43, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολιᾱ-νόμος, ὁ, Stadtverwalter, -vorsteher, eine Obrigkeit, Sp., wie D. Cass. 43, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολιανόμος — ὁ, Α άρχοντας τής πόλης ο οποίος είχε αστυνομικά καθήκοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις, ιος + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αστυ νόμος. Για τη μορφή τού α συνθετικού πολια βλ. λ. πολίτης / πολιᾱτας] … Dictionary of Greek