- πολιήοχος
πολιήοχος, dor. πολιάοχος, = πολιοῦχος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολιήοχος, dor. πολιάοχος, = πολιοῦχος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολιήοχος — masc/fem nom sg πολιοῦχος masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιήοχος — ον, Α (επικ. τ.) βλ. πολιούχος … Dictionary of Greek
πολιήοχον — πολιήοχος masc/fem acc sg πολιήοχος neut nom/voc/acc sg πολιοῦχος masc/fem acc sg (epic) πολιοῦχος neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιηόχοισι — πολιήοχος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) πολιοῦχος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιηόχου — πολιήοχος masc/fem/neut gen sg πολιοῦχος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιούχος — (I) ο / πολιοῡχος, ον, ΝΜΑ, και πολίοχος, ον, επικ. τ. πολιήοχος, δωρ. τ. πολιάοχος, λακων. τ. πολιᾱχος, ον, Α (για θεό, άγιο ή ήρωα) αυτός που έχει υπό την προστασία του μια πόλη νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η πολιούχος άγιος τής… … Dictionary of Greek