- πολεμήϊος
πολεμήϊος, ion. statt des ungebr. πολέμειος, kriegerisch; oft bei Hom., bes. in der Il., immer in der Vrbdg πολεμήϊα ἔργα, 2, 338; τεύχεα, Hes. sc. 238. Auch Her. 5, 111, τὰ πολεμήϊα δόκιμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολεμήϊος, ion. statt des ungebr. πολέμειος, kriegerisch; oft bei Hom., bes. in der Il., immer in der Vrbdg πολεμήϊα ἔργα, 2, 338; τεύχεα, Hes. sc. 238. Auch Her. 5, 111, τὰ πολεμήϊα δόκιμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολεμήιος — warlike masc/fem nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμήϊος — ΐα, ον, Α 1. πολεμικός («πόλεμήϊα τεύχεα», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πολεμήϊα η τέχνη τού πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κατάλ. ήϊος, πιθ. κατ επίδραση τού Ἀρήϊος] … Dictionary of Greek
πολεμήιον — πολεμήιος warlike masc/fem acc sg (epic ionic) πολεμήιος warlike neut nom/voc/acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμηίοις — πολεμήιος warlike masc/fem/neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμηίων — πολεμήιος warlike masc/fem/neut gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμήια — πολεμήιος warlike neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek