- πολεμήτωρ
πολεμήτωρ, ορος, poet., kriegerisch, Opp. Cyn. 3, 204 u. einzeln bei a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολεμήτωρ, ορος, poet., kriegerisch, Opp. Cyn. 3, 204 u. einzeln bei a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολεμήτωρ — warlike masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμήτωρ — ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ (για τον διάβολο) πολέμιος, εχθρός αρχ. φιλοπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. οική τωρ)] … Dictionary of Greek
πολεμήτορας — πολεμήτωρ warlike masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμήτορες — πολεμήτωρ warlike masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμήτορος — πολεμήτωρ warlike masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)