- πολεμησείω
πολεμησείω, desider. von πολεμέω, ich möchte gern Krieg, sehne mich nach Krieg, mich gelüstet nach Krieg, Thuc. 1, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολεμησείω, desider. von πολεμέω, ich möchte gern Krieg, sehne mich nach Krieg, mich gelüstet nach Krieg, Thuc. 1, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολεμησείω — pres subj act 1st sg πολεμησείω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμησείω — ΜΑ επιθυμώ να πολεμήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + εφετική κατάλ. σείω (πρβλ. ναυμαχη σείω)] … Dictionary of Greek
πολεμησείοντα — πολεμησείω pres part act neut nom/voc/acc pl πολεμησείω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμησείοντι — πολεμησείω pres part act masc/neut dat sg πολεμησείω pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμησείουσι — πολεμησείω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πολεμησείω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμησείουσιν — πολεμησείω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πολεμησείω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμησείειν — πολεμησείω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμησείοντας — πολεμησείω pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμησείοντες — πολεμησείω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμησείοντος — πολεμησείω pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμησείουσαν — πολεμησείω pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)