πλοκαμίς — πλοκαμί̱ς , πλοκαμίς lock fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκαμῖδα — πλοκαμίς lock fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκαμῖδας — πλοκαμίς lock fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκαμῖδες — πλοκαμίς lock fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκαμῖδος — πλοκαμίς lock fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκαμῖσι — πλοκαμίς lock fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PLOCAMOS — Graece πλόκαμος, plecta sertave capillorum est; nam et πλεκτὴ est funiculus, ἀπὸ τοῦ πλέκειν, Hesych. πλεκτὴ, ςειρὰ; etiam plectas infimae aetatis Auctores dixêre. Πλοκάμους tamen Graeci Grammaticilonge aliter exponunt, deglobis cil. nodisque… … Hofmann J. Lexicon universale
εϋπλοκαμίς — ἐϋπλοκαμίς, ῑδος, ἡ (Α) επικ. θηλ. τού επιθ. εὐπλόκαμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλοκαμίς] … Dictionary of Greek
πλοκαμίδα — η / πλοκαμίς, ίδος, ΝΑ 1. πλέγμα από μαλλιά, πλεξίδα·|| νεοελ. στρ. πλεξίδα από στουπί που χρησιμεύει ως βύσμα σε διάφορα σημεία τού εσωτερικού μηχανισμού ενός πυροβόλου αρχ. 1. (με περιληπτ. σημ.) κατσαρά μαλλιά 2. στον πληθ. αἱ πλοκαμίδες… … Dictionary of Greek
πλοκαμίδων — πλοκαμί̱δων , πλοκαμίς lock fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)