πολεμικός

πολεμικός

πολεμικός, zum Kriege geschickt, kriegerisch; ἀνήρ, Plat. Rep. VII, 522 e; ϑεός, Crat. 407 d; σκευή, Legg. XII, 947 c; μηχαναί, XI, 922 a; ἀγῶνες, Thuc. 2, 43; τὰ πολεμικά, Kriegsangelegenheiten, Kriegswesen, Thuc. 2, 39. 89; ἀγαϑὸν ἄνδρα τὰ πολεμικά, Plat. Conv. 174 c; Xen. An. 3, 1, 38 u. öfter (aber auch = feindlich, im Ggstz von φιλικά, Xen. Mem. 2, 6, 21); ἐμπει-ρία, Pol. 10, 8, 5 u. sonst; ἡ πολεμική, sc. τέχνη, die Kriegskunst, Plat. Prot. 322 b; vgl. Polit. 305 b; D. L. 3, 100; Xen. An. 2, 6, 1. 6. 7 unterscheidet es von φιλοπόλεμος; er vrbdt auch ἀνέκραγε πολεμικόν, 7, 3, 33, ein Kriegsgeschrei; vgl. Pol. 3, 96, 2, τὸ πολεμικὸν σημαίνειν, classicum canere, u. öfter; bei Ath. XIV, 618 c eine Flötenweise. – Adv., πολεμικῶς ἔχειν πρός τινα, Xen. Cyr. 5, 2, 25 Mem. 2, 6, 18 u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολεμικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει ή ασχολείται με τον πόλεμο: Πολεμικός ανταποκριτής – Πολεμικός στόλος κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… …   Dictionary of Greek

  • πολεμικά — πολεμικός of neut nom/voc/acc pl πολεμικά̱ , πολεμικός of fem nom/voc/acc dual πολεμικά̱ , πολεμικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικώτερον — πολεμικός of adverbial comp πολεμικός of masc acc comp sg πολεμικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικωτάτω — πολεμικός of masc/neut nom/voc/acc superl dual πολεμικός of masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικωτάτων — πολεμικός of fem gen superl pl πολεμικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικῶν — πολεμικός of fem gen pl πολεμικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικόν — πολεμικός of masc acc sg πολεμικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικώτατα — πολεμικός of adverbial superl πολεμικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικώτατον — πολεμικός of masc acc superl sg πολεμικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”