πλοκεύς

πλοκεύς

πλοκεύς, , der Flechter, bes. der Haarflechter, Hippocr., Poll. 7, 172.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλοκεύς — plaiter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκεῖς — πλοκεύς plaiter masc acc pl πλοκεύς plaiter masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκῆς — πλοκεύς plaiter masc nom pl πλοκεύς plaiter masc nom/voc pl πλοκή twining fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκῆι — πλοκεύς plaiter masc dat sg (epic ionic) πλοκῇ , πλοκή twining fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκέες — πλοκεύς plaiter masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκέας — ο / πλοκεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος μικρόσωμων στρουθιόμορφων εντομοφάγων πτηνών τής οικογένειας τών πλοκεϊδών, που μοιάζουν με σπίνους και χαρακτηρίζονται για την κυπελλόμορφη σαν φλασκί φωλιά τους η οποία είναι πλεγμένη με κλαδιά και άλλα… …   Dictionary of Greek

  • πλοκῇ — πλοκῆι , πλοκεύς plaiter masc dat sg (epic ionic) πλοκή twining fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”