- πολιό-τριχος
πολιό-τριχος, = πολιόϑριξ, πολιότριχα γένεϑλα, Opp. Cyn. 3, 293.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολιό-τριχος, = πολιόϑριξ, πολιότριχα γένεϑλα, Opp. Cyn. 3, 293.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοντότριχος — η, ο (Μ κοντότριχος, η, ον) αυτός που έχει κοντά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * τριχος (< τρίχα), πρβλ. ολιγό τριχος, πολιό τριχος] … Dictionary of Greek