πολιός

πολιός

πολιός, grau, weißlich; – a) vom Haupthaare der Greise; Il. 22, 74. 24, 516; κεφαλή, Od. 24, 317; Hes. Th. 271; πολιᾶς ἄμυγμα χαίτης, Soph. Ai. 621; πολιὸν ἐπὶ κρᾶτα, Eur. Hec. 653, u. öfter; ἔϑειρα, Anacr. 49, 2; γῆρας, 51, 7; ἄχρι πολιῆς φίλης, Rufin. 34 (V, 22); daher ἡ πολιά = das Greisenalter, Ruhnk. Rut. Lup. 268; αἱ πολιαί, sc. τρίχες, die weißen, grauen Haare, Pind. Ol. 4, 29; ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις, mit dem Herabwallen greiser Haare, Ar. Equ. 518, vgl. 905; a. D., wie Anacr. 50, 9; τοσαυτασὶ πολιὰς ἔχω, Aesch. 1, 49; auch ὁ πολιός, der grauhaarige Alte, Od. 24, 499; auch πολιὰ γαστήρ, Pind. P. 4, 98, der Schooß einer Greisinn, vgl. Böckh explic. p. 272; πολιαὶ ματέρες, Soph. O. R. 183; σφόδρα πολιόν, Plat. Parmen. 127 b; übh. alt, νόμος, Aesch. Suppl. 658; ἐν πολιαῖσι φήμαις, Eur. El. 701; οὔτε μάϑημα χρόνῳ πολιὸν οὐδὲν ἔχετε, Plat. Tim. 22 b. – b) bei Hom. noch Beiwort des Wolfes, Il. 10, 334, des Eisens, 9, 366 u. öfter, wie Eur. Suppl. 758; auch χαλκός, Pind. P. 3, 48; und des schäumenden Meeres, in welcher Vrbdg Homer das Wort auch 2 Endgn braucht, ἁλὸς πολιοῖο, Il. 20, 229 Od. 5, 410, neben πολιῆς ἁλός, Il. 12, 284, oft, wie πολιᾶς ἁλός, Pind. Ol. 1, 71; ϑάλασσα, 7, 61; Soph. Ant. 334; πέλαγος, Ar. Av. 350. – c) übh. weiß, hell, heiter; ἔαρ, Hes. O. 479. 496; αἰϑήρ, Eur. Or. 1376; ἀήρ, Ap. Rh. 3, 275; Qu. Sm. 6, 229.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολιός — grey masc nom sg πολιός grey masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… …   Dictionary of Greek

  • πολιός, -ιά, -ιό — αυτός που έχει υπόλευκα μαλλιά, ψαρός: Πολιοί κρόταφοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πόλιος — Πόλις city fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλιος — πόλις city fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιώτερον — πολιός grey adverbial comp πολιός grey masc acc comp sg πολιός grey neut nom/voc/acc comp sg πολιός grey masc acc comp sg πολιός grey neut nom/voc/acc comp sg πολιός grey adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιόν — πολιός grey masc acc sg πολιός grey neut nom/voc/acc sg πολιός grey masc/fem acc sg πολιός grey neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιοί — πολιός grey masc nom/voc pl πολιός grey masc/fem nom/voc pl πολιόω turn grey pres subj mp 2nd sg πολιόω turn grey pres ind mp 2nd sg πολιόω turn grey pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιοῦ — πολιός grey masc/neut gen sg πολιός grey masc/fem/neut gen sg πολιόω turn grey pres imperat mp 2nd sg πολιόω turn grey imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιούς — πολιός grey masc acc pl πολιός grey masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιωτέρους — πολιός grey masc acc comp pl πολιός grey masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”