- πολύ-θεστος
πολύ-θεστος, viel od. sehr gewünscht, Callim. Cer. 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-θεστος, viel od. sehr gewünscht, Callim. Cer. 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θέσσασθαι — (Α) (ποιητ. απρμφ μέσ. αορ.) προσεύχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θέθ σασ θαι. Πρόκειται για ποιητ. αόριστο ο οποίος αντιστοιχεί στον ενεστ. ποθώ*. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *gwhedh «ζητώ, ποθώ», από την οποία προέρχονται επίσης τα: αρχ. ιρλ. υποτ. gessam και… … Dictionary of Greek
πολύθεστος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. πολύ επιθυμητός, πολυαγαπημένος («τέκνον πολύθεστε τοκεῦσι», Καλλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) πολύ τιμημένος, πολύσεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θεστος, ρηματ. επίθ. που απαντά μόνο εν συνθέσει < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με… … Dictionary of Greek