πολύ-θερμος

πολύ-θερμος

πολύ-θερμος, sehr warm od. heiß, Plut. Alex. 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολύθερμος — ον, Α 1. πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θερμός (< θέρμη), πρβλ. ολιγό θερμος] …   Dictionary of Greek

  • λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

  • πολυθαλπής — ές, ΜΑ πολύ θαλπερός, πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαλπής (< θάλπος, τό «θέρμη»), πρβλ. δυσ θαλπής, πυρι θαλπής] …   Dictionary of Greek

  • εύθερμος — εὔθερμος, ον (Α) πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θερμός] …   Dictionary of Greek

  • ολιγόθερμος — η, ο (Α ὀλιγόθερμος, ον) (συν. για ζώα) αυτός που έχει λίγη θερμότητα, χαμηλή θερμοκρασία («μαλακόδερμα γ οὖν γεννῶσι, διὰ γὰρ τὸ εἶναι ὀλιγόθερμα, οὖ ξηραίνει αὐτῶν ἡ φύσις τὸ ἔσχατον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + θερμός… …   Dictionary of Greek

  • δυσκραής — ές (Α δυσκραής, ές) (για κλίμα) αυτός που δεν είναι ευκραής, δηλ. ο πολύ θερμός ή πολύ ψυχρός νεοελλ. (για άνθρ.) αυτός που έχει αδύναμη, κακή κράση …   Dictionary of Greek

  • ζεματίζω — και ζεματώ και ζεματάω (Μ ζεματίζω) 1. περιβρέχω κάποιον ή κάτι με βραστό υγρό («ζεματίζω το πιλάφι με βούτυρο») 2. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε βραστό υγρό 3. προξενώ εγκαύματα, καίω (α. «ζεματάει το τσάι» β. «ζεμάτισα τη γλώσσα μου») 4. (μέσ. παθ.)… …   Dictionary of Greek

  • κατάθερμος — κατάθερμος, ον (AM) πολύ θερμός μσν. μτφ. πολύ ερεθισμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”