- πολύ-θρεπτος
πολύ-θρεπτος, viel od. sehr genährt, ἄνϑη, Orph. H. 42, 8. (Auch akt., sehr nährend, τιϑήνη?)
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-θρεπτος, viel od. sehr genährt, ἄνϑη, Orph. H. 42, 8. (Auch akt., sehr nährend, τιϑήνη?)
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύθρεπτος — ον, Α 1. αυτός που τρέφεται με πολλούς τρόπους 2. αυτός που τρέφεται πολύ 3. (κατ’ επέκτ.) αυτός που αυξάνεται, που μεγαλώνει πολύ 4. ο πολυθρέμμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρεπτός (< τρέφω), πρβλ. νεό θρεπτος] … Dictionary of Greek
νεόθρεπτος — νεόθρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που αναπτύχθηκε πρόσφατα 2. (κατά τον Ησύχ.) (για τυρί) «ὁ νεωστὶ πηχθείς». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θρεπτος (< θρέφω), πρβλ. πολύ θρεπτος] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek