- πολύ-θραυστος
πολύ-θραυστος, viel od. sehr zerbrochen, E. M
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-θραυστος, viel od. sehr zerbrochen, E. M
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύθραυστος — ον, Α 1. σπασμένος σε πολλά κομμάτια 2. εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θραυστός (< θραύω «σπάζω»), πρβλ. ά θραυστος, εύ θραυστος] … Dictionary of Greek