πολύ-οπτος

πολύ-οπτος

πολύ-οπτος, viel od. von Vielen gesehen, Hesych. πολυϑέατος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύοπτος — ον, Α αυτός που τόν βλέπουν πολλοί, που είναι ορατός σε πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὀπτός (Ι) «ορατός» (< θ. οπ , βλ. λ. όπωπα), πρβλ. αύτ οπτος] …   Dictionary of Greek

  • κάτοπτος — (I) η, ο (Α κάτοπτος, ον) ορατός από παντού, περίοπτος («κάτοπτον δ ἐ πολλοῡ τοῑς προσπλέουσι», Στράβ.) αρχ. αυτός που βρίσκεται πάνω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οπτος (< ὀπτός < θ. ὀπ τού ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. έπ οπτος, περί… …   Dictionary of Greek

  • άποπτος — ἄποπτος, ον (Α) [οπτός] 1. ορατός από μακριά 2. αυτός που βρίσκεται έξω από το οπτικό πεδίο, πολύ μακριά 3. ο μόλις, με δυσκολία ορατός …   Dictionary of Greek

  • φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”