πολύ-δῑνος, = πολυδινής (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύδινος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλές δίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δινος (< δίνη)] … Dictionary of Greek
εριδινής — ἐριδινής, ές (Α) αυτός που περιδινείται, περιστρέφεται πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτατικό μόριο) + δινής (< δίνος «περιστροφή»] … Dictionary of Greek