πολύ-μοχθος

πολύ-μοχθος

πολύ-μοχθος, mit viel Arbeit, Mühsal, solche verursachend u. habend; Ἄρης, Eur. Phoen. 791; γένος ἁμερίων, I. A. 1330; οὐκ ἄν γ' εἰδείης πολυμοχϑότερον ϑνατῶν, Herc. Fur. 1196; Soph. O. C. 162. 1233; ἀρετὰ γένει βροτείῳ, Arist. ep. 1, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύμοχθος — η, ο / πολύμοχθος, ον ΝΜΑ αυτός τον οποίο αποκτά κανείς με πολύ μόχθο, που απαιτεί πολύ μόχθο, επίμοχθος, επίπονος (α. «πολύμοχθες προσπάθειες», β. «πολύμοχθο επάγγελμα» γ. «πολύμοχθος Ἀρετὰ γένει βροτείῳ», Αριστοτ.) μσν. αρχ. αυτός που μοχθεί… …   Dictionary of Greek

  • φιλόμοχθος — ον, Α 1. φιλόπονος, εργατικός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) φιλόμοχθα με φιλοπονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. πολύ μοχθος] …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως …   Dictionary of Greek

  • μοχθώ — (I) και μοχτώ, άω (ΑΜ μοχθῶ, έω) [μόχθος] 1. κοπιάζω πολύ, καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω σε πέρας κάτι, εργάζομαι σκληρά (α. «κι αντίκρια ο κόσμος ο πολύς μοχτά στα πετροκόπια», Ζερβ. β. «μοχθεῑν δὲ βροτοῑσιν ανάγκη», Ευρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …   Dictionary of Greek

  • μυριόμοχθος — μυριόμοχθος, ον (Α) αυτός που έχει μοχθήσει πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μοχθος (< μόχθος)] …   Dictionary of Greek

  • επίμοχθος — η, ο (AM ἐπίμοχθος, ον) [μόχθος] (για εργασία) αυτός που απαιτεί την καταβολή πολλού μόχθου, επίπονος, πολύ κοπιαστικός αρχ. μσν. 1. (για πρόσωπα) δραστήριος, αυτός που εργάζεται πολύ σκληρά 2. γεμάτος μόχθους, εκείνος τον οποίο ανέχεται ή διάγει …   Dictionary of Greek

  • άμοχθος — η, ο (Α ἄμοχθος, ον) ο απαλλαγμένος από κόπους ή φροντίδες νεοελλ. αυτός που γίνεται δίχως πολύ μόχθο, εύκολος, άκοπος αρχ. 1. απρόθυμος σε κόπους, φυγόπονος 2. ο μη κουρασμένος, ο ξεκούραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μόχθος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμοχθεί] …   Dictionary of Greek

  • αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… …   Dictionary of Greek

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”