πολύ-βουλος

πολύ-βουλος

πολύ-βουλος, von vieler Einsicht, wohlberathen; Il. 5, 260 u. Od. 16, 282 Beiwort der Athene; γνώ-μα, Pind. I. 3, 90.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύβουλος — ον, Α 1. πολύ συνετός, σώφρονος 2. φρ. «πολύβουλος γνώμα» πολύ συνετή γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό βουλος] …   Dictionary of Greek

  • κοινόβουλος — κοινόβουλος, ὁ (Α) 1. σύμβουλος 2. μέλος τής τοπικής συγκλήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βουλος (< βουλή), πρβλ. βαθύ βουλος, πολύ βουλος] …   Dictionary of Greek

  • ολιγόβουλος — ὀλιγόβουλος, ον (Α) αυτός που είναι σε μικρό βαθμό συνετός, που έχει λίγη κρίση, λίγη φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. πολύ βουλος] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόβουλος — ον, Α πολυμήχανος, πανούργος («Προμηθέα ποικιλόβουλον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. πολύ βουλος] …   Dictionary of Greek

  • εύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός (405; – 330; π.Χ.). Ήταν συντηρητικών αρχών και έγινε γνωστός κυρίως για την πολυετή διαχείριση των οικονομικών των Αθηνών, τα οποία διηύθυνε από το 355 με εξαιρετική ικανότητα. Απέκτησε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”