πολύ-δοξος

πολύ-δοξος

πολύ-δοξος, vielerlei Meinungen habend, Stob. ecl. 2 p. 82; – weit berühmt, Ep. ad. 744 (App. 217).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεόδοξος — νεόδοξος, ον (Μ) αυτός που έγινε ένδοξος πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. πολύ δοξος] …   Dictionary of Greek

  • ορθόδοξος — η, ο (ΑΜ ὀρθόδοξος, ον) 1. αυτός που έχει ορθή θρησκευτική πίστη, αυτός που ακολουθεί το ορθό θρησκευτικό δόγμα 2. αυτός που έχει ορθή δοξασία, ορθή γνώμη, που ορθοφρονεί 3. (ως επίθ. και ως ουσ.) ο χριστιανός που ασπάζεται τα δόγματα τής… …   Dictionary of Greek

  • πολύδοξος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές και διάφορες γνώμες 2. περίφημος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. ορθό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • ολόδοξος — ὁλόδοξος, ον (ΑΜ) γεμάτος δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + δόξα (πρβλ. πολύ δοξος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόδοξος — η, ο (ΑM μεγαλόδοξος, ον) 1. πολύ ένδοξος 2. αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. επίρρ... μεγαλοδόξως (Α) με μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. ματαιό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόδοξος — η, ο / φιλόδοξος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη δόξα, αυτός που επιθυμεί πολύ και επιδιώκει να αποκτήσει δόξα νεοελλ. 1. αυτός που διακατέχεται από ζωηρή επιθυμία για την επιτέλεση ενός έργου 2. (με αρνητική σημ.) μεγαλομανής αρχ. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • θετικοδοξία — η ο θετικισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θετικός + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. ετερο δοξία, ορθο δοξία, πολυ δοξία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”