- πολύ-δονος
πολύ-δονος, viel bewegt, πλάνη, viel herumgetrieben, Aesch. Prom. 790.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-δονος, viel bewegt, πλάνη, viel herumgetrieben, Aesch. Prom. 790.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετνοδόνος — ἐτνοδόνος, ον (ΑΜ) αυτός που ανακατεύει τη σούπα, τον χυλό («ἐτνοδόνος τορύνη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + δονος (< δονώ), πρβλ. πολύ δονος] … Dictionary of Greek
οιστροδόνητος — οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) οιστροδίνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + δόνητος / δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο δόνητος, πολύ δονος] … Dictionary of Greek
πολύδονος — ον, Α ο πολυδόνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δονος (< δονῶ), πρβλ. οιστρό δονος] … Dictionary of Greek