πολύ-μνηστος

πολύ-μνηστος

πολύ-μνηστος, χάρις, 1) viel, sehr eingedenk, sich gut erinnernd, Aesch. Ag. 795. – 2) wie πολύμνητος, dessen man viel gedenkt, viel gefeiert, Aesch. Ag. 1438.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύμνηστος — Ποιητής και μουσικός από τη Κολοφώνα της Ιωνίας, που άκμασε τον 6o αι. π.Χ. Τελειοποίησε την αυλωδία του Κλονά του Τεγεάτη, έγραψε δε άσεμνα άσματα, τα οποία ψάλλονταν με συνοδεία αυλού. Ο Π. νίκησε στις τρεις πρώτες πυθιάδες το 586, το 582 και… …   Dictionary of Greek

  • πολυμνήστη — και πολύμνηστος, ἡ, Α αυτή που τήν ζητούν πολλοί σε γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μνήστη / μνηστος (< μνῶμαι «ζητώ γυναίκα σε γάμο»), πρβλ. εύ μνηστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”