- πολύ-γληνος
πολύ-γληνος, mit vielen Augen; Argus, Paul. Sil. 21 (V, 262); σαγήνη, mit vielen Maschen, Opp. Cyn. 1, 157.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-γληνος, mit vielen Augen; Argus, Paul. Sil. 21 (V, 262); σαγήνη, mit vielen Maschen, Opp. Cyn. 1, 157.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιόγληνος — ἰόγληνος, ήνη, ον (Α) αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + γληνος (< γλήνη «κόρη τού ματιού»), πρβλ. μελί γληνος, πολύ γληνος] … Dictionary of Greek
πολύγληνος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά μάτια 2. μτφ. αυτός που έχει πολλές τρύπες, πολλά ανοίγματα («πολύγληνος σαγήνη» δίχτυ με πολλά μάτια, με πολλές τρύπες, Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γληνος (< γλήνη «κόρη του οφθαλμού»), πρβλ. τρί γληνος] … Dictionary of Greek
τανύγληνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει μεγάλα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. πολύ γληνος. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek