- πολύ-κλητος
πολύ-κλητος, von vielen Orten od. Seiten her berufen, Beiwort der Bundesgenossen der Troer, Il. 4, 438. 10, 420.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-κλητος, von vielen Orten od. Seiten her berufen, Beiwort der Bundesgenossen der Troer, Il. 4, 438. 10, 420.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκλητος — ον, Α (επικ. τ.) (για τους συμμάχους τών Τρώων) αυτός που έχει προσκληθεί από μακριά («πολύκλητοι δ ἔσαν ἄνδρες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλητός (< καλῶ), πρβλ. απρόσ κλητος, αυτό κλητος] … Dictionary of Greek
νεόκλητος — νεόκλητος, ον (Α) 1. αυτός που προσκλήθηκε πρόσφατα 2. αυτός που προσκλήθηκε με νέο όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κλητος (< καλῶ), πρβλ. πολύ κλητος] … Dictionary of Greek
κλείτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο … Dictionary of Greek