πολύ-κομος

πολύ-κομος

πολύ-κομος, mit vielem Haare, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύκομος — ον, Α (για στάχια) αυτός που έχει άφθονη κόμη, πολλά άγανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύ κομος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόκομος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που αγαπά και περιποιείται πολύ τα μαλλιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κομος (< κόμη), πρβλ. ἀκρό κομος] …   Dictionary of Greek

  • κομό — (γαλλ. commode). Έπιπλο μέτριου ύψους, με πολλά επάλληλα συρτάρια, στηριζόμενο σε τέσσερα κοντά πόδια. Τα πρώτα κ. εμφανίστηκαν στη Γαλλία, την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’ και ήταν πιθανότατα εφεύρεση του Σαρλ Μπουλ. Το κ. διαδόθηκε με εκπληκτική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”