- πολύ-γονος
πολύ-γονος, viel erzeugend; βοτά, Aesch. Suppl. 673; von Thieren, Her. 3, 108, wie Arist. H. A. 5, 12; ζῷα, Pol. 34, 8, 4; φύσις, D. Hal. 1, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-γονος, viel erzeugend; βοτά, Aesch. Suppl. 673; von Thieren, Her. 3, 108, wie Arist. H. A. 5, 12; ζῷα, Pol. 34, 8, 4; φύσις, D. Hal. 1, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… … Dictionary of Greek
γονός — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… … Dictionary of Greek
ολιγόγονος — ὀλιγόγονος, ον (Α) 1. (για ζώα) αυτός που γεννά κάθε φορά λίγα μόνο νεογνά 2. (για ζώα και φυτά) στείρος, άγονος, άκαρπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο) + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πολύ γονος] … Dictionary of Greek
πολύγονος — η, ο / πολύγονος, ον, ΝΜΑ, και πολυγόνος, ο Ν, και επικ. τ. πουλύγονος, Α 1. αυτός που γεννά πολλά τέκνα, πολλούς απογόνους 2. αυτός που γεννά πολλές φορές, που γεννά συχνά 3. γόνιμος αρχ. 1. (για τον Νείλο) αυτός που γονιμοποιεί τα εδάφη… … Dictionary of Greek
ταχύγονος — ον, Α αυτός που καρποφορεί γρήγορα («ταχυγονώτερα τὰ παλαιότερα σπέρματα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πολύ γονος] … Dictionary of Greek
τριτόγονος — ο, Ν ιατρ. χαρακτηρισμός τής περιόδου που ακολουθεί δύο εξελικτικά στάδια μιας νόσου με κυκλικό χαρακτήρα, καθώς και τής ίδιας τής νόσου κατά την περίοδο αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + γόνος (<γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πολύ γονος] … Dictionary of Greek
πολύγονο — το / πολύγονον, ΝΑ (θοτ.) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην τάξη πολυγονώδη, οικογένεια πολυγονίδες αρχ. φρ. α) «πολύγονον ἄρρεν» το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πολυγόνατον το… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek