πολύ-γομφος

πολύ-γομφος

πολύ-γομφος, mit vielen Nägeln, vielfach verbunden; νῆες, Hes. O. 662; ὅδισμα, von der Schiffbrücke über den Hellespont, Aesch. Pers. 71.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύγομφος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλούς γόμφους, πολλά καρφιά 2. ο καρφωμένος γερά, στέρεος («πολύγομφος ναῡς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γόμφος «σφηνοειδές καρφί» (πρβλ. τρί γομφος)] …   Dictionary of Greek

  • τρίγομφος — ον, Α 1. αυτός που έχει τρεις γόμφους 2. πιθ. ο στερεά κλεισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γόμφος «σφηνοειδές καρφί» (πρβλ. πολύ γομφος)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεόγομφος — ον, Α στερεωμένος ή διακοσμημένος με χάλκινα καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + γόμφος «καρφί» (πρβλ. πολύ γομφος)] …   Dictionary of Greek

  • καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …   Dictionary of Greek

  • αψιθιά — Φυτό φρυγανώδες της οικογένειας των συνθέτων. Είναι πολύ αρωματική και πικρή και στη φαρμακολογία βοτάνων χρησιμοποιείται για τις αντιελμινθικές, αντιπυρετικές, αντισηπτικές και διουρητικές ιδιότητές της. Περιέχει ένα πλούσιο σε διάφορες ουσίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”