- πολύ-κλαυτος
πολύ-κλαυτος, viel od. sehr beweint; Hom. ep. 3, 5; Aesch. Ag. 1507 Pers. 660; Eur. Herc. Fur. 1427 I. A. 782. – Auch akt., viel, sehr weinend, klagend, γυναῖκες, Emped. 195; μέριμναι, Mus. 332.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-κλαυτος, viel od. sehr beweint; Hom. ep. 3, 5; Aesch. Ag. 1507 Pers. 660; Eur. Herc. Fur. 1427 I. A. 782. – Auch akt., viel, sehr weinend, klagend, γυναῖκες, Emped. 195; μέριμναι, Mus. 332.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονόκλαυτος — μονόκλαυτος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που τόν κλαίει μόνο ένας 2. (για θρήνο) αυτός που γίνεται από έναν μόνο («κεῖνος δ ὁ τάλας ἄγοος μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς εἶσι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κλαυτός (< κλαίω),… … Dictionary of Greek
πολύκλαυστος — και πολύκλαυτος, η, ο / πολύκλαυστος και πολύκλαυτος, ον, ΝΜΑ 1. (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, πολυθρήνητος αρχ. 1. αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», επιγρ.) 2. φρ. α) «πολύκλαυστα… … Dictionary of Greek