- πολύ-κνημος
πολύ-κνημος, mit vielen Bergwäldern u. -schluchten, Il. 2, 497; – τὸ πολ., eine Pflanze, Nic. Ther. 559, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-κνημος, mit vielen Bergwäldern u. -schluchten, Il. 2, 497; – τὸ πολ., eine Pflanze, Nic. Ther. 559, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκνημος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές προσβάσεις σε βουνά, ο ορεινός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύκμητον το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ζιζιφόρος η κεφαλωτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κνημος (< κνημός «κατωφερής βουνοπλαγιά, ρίγανη»), πρβλ. βαθύ… … Dictionary of Greek