πολύ-κμητος

πολύ-κμητος

πολύ-κμητος, mit vieler Mühe od. Sorgfalt gemacht, bearbeitet; bei Hom. Beiwort des Eisens (das schwieriger als das früher im Gebrauche häufigere Kupfer zu bearbeiten ist); auch ϑάλαμος, Od. 4, 718; πόλεμος, Tryph. 1; Q. Sm. 7, 424; Nonn. D. 40, 281.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κμητός — κμητός, ή, όν (Α) φτιαγμένος, κατεργασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κμη που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα τής ρίζας καμᾶ (*Kοmeә2) τού ρ. κάμνω (πρβλ. παρακμ. κέ κμη κα) + επίθημα τός. Εμφανίζεται συν. ως β συνθετικό (πρβλ. ανδρό κμητος,… …   Dictionary of Greek

  • ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… …   Dictionary of Greek

  • πολύκμητος — ον, Α 1. ο επεξεργασμένος με πολύ κόπο («... χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος», Ομ. Ιλ.) 2. καλοδουλεμένος, επεξεργασμένος με πολλή προσοχή («...ἐπ οὐδοῦ ἷζε πολυκμήτου θαλάμοιο», Απολλ. Ρόδ.) 3. επίπονος, γεμάτος κόπο («ἐς πολέμοιο… …   Dictionary of Greek

  • νεόκμητος — νεόκμητος, ον (Α) 1. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα 2. αυτός που δολοφονήθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. πολύ κμητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”