πολύ-γωνος

πολύ-γωνος

πολύ-γωνος, vielwinkelig; Arist. de sens. 4, 23; Plut.; f. L. bei Nic. Ther. 872.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οσάγωνος — ὁσάγωνος, ον (Α) αυτός που έχει οσονδήποτε αριθμό εδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + γωνος (< γωνία), πρβλ. πολύ γωνος. Το α τού τ., κατά τα τετρά γωνος, επτά γωνος] …   Dictionary of Greek

  • ορθόγωνος — ὀρθόγωνος, ον (Α) ορθογώνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + γωνος (< γωνία), πρβλ. πολύ γωνος] …   Dictionary of Greek

  • πολύγωνος — η, ο / πολύγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γωνίες («πολύγωνα σχήματα», Πλουτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύγωνο μαθ. ονομασία κάθε σχήματος που περατώνεται σε κλειστή τεθλασμένη γραμμή νεοελλ. φρ. α) «επίπεδο πολύγωνο» πολύγωνο που… …   Dictionary of Greek

  • τρεισκαιδεκάγωνος — και τρισκαιδεκάγωνος, ον, Α (για πολύγωνο) αυτό που έχει δεκατρείς γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + γωνος (< γωνία), πρβλ. πολύ γωνος] …   Dictionary of Greek

  • полиго́н — а, м. 1. Участок для боевой подготовки войск, а также для испытания различных видов оружия, боевых средств и техники. Учебный полигон. □ [Я] знал про разрывы гранат только по курсам тактики и артиллерии, но ни разу не был на артиллерийском… …   Малый академический словарь

  • τρίγωνος — η, ο / τρίγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τρεις γωνίες, τριγωνικός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. τρίγωνο νεοελλ. 1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων λόγω τού σχήματός τους (α. «τρίγωνος μυς τών χειλέων» μικρός δερματικός μυς τού προσώπου β.… …   Dictionary of Greek

  • τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες …   Dictionary of Greek

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”