- πολύ-ζωστος
πολύ-ζωστος, viel oder stark gegürtet, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-ζωστος, viel oder stark gegürtet, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύζωστος — ον, Α αυτός που είναι σφιχτά ζωσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζωστός (< ζώννυμι), πρβλ. εύ ζωστος] … Dictionary of Greek
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek