- πολύ-κρημνος
πολύ-κρημνος, mit vielen steilen Abhängen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-κρημνος, mit vielen steilen Abhängen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκρημνος — ον, ΜΑ (για τόπο) αυτός που έχει πολλούς γκρεμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρημνος (< κρημνός «γκρεμός, φαράγγι»), πρβλ. βαθύ κρημνος, υψί κρημνος) … Dictionary of Greek
υψηλόκρημνος — ον, Α αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κρημνός «γκρεμός, φαράγγι» (πρβλ. πολύ κρημνος)] … Dictionary of Greek
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek
ιππόκρημνος — ἱππόκρημνος, ον (Α) 1. υπερβολικά απόκρημνος, πολύ δύσβατος 2. φρ. «ἱππόκρημνα ῥήματα» δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα λόγια (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρημνός. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά… … Dictionary of Greek