- πολύ-κρουνος
πολύ-κρουνος, vielquellig, στόματα, viele Mündungen von Brunnenröhren, Marian. 3 (IX, 669).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-κρουνος, vielquellig, στόματα, viele Mündungen von Brunnenröhren, Marian. 3 (IX, 669).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίκρουνος — η, ο (Μ καλλίκρουνος, ον) αυτός που έχει ωραίους κρουνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κρουνος (< κρουνός) πρβλ. εννεά κρουνος, πολύ κρουνος] … Dictionary of Greek
πολύκρουνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλούς κρουνούς ή πολλά στόμια (α. «πολύκρουνος κρήνη» β. «πολύκρουνος φιάλη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρουνός «πηγή» (πρβλ. δωδεκά κρουνος)] … Dictionary of Greek
μονόκρουνος — η, ο (Α μονόκρουνος, ον) νεοελλ. (για βρύση) αυτή που ρέει από έναν μόνο κρουνό αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόκρουνον δοχείο που έχει ένα μόνο στόμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κρούνη (πρβλ. πολύ κρουνος)] … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek