πολύ-χρονος

πολύ-χρονος

πολύ-χρονος, spätere Form statt πολυχρόνιος, Io. Gaz. periphr. 568; auch im adv. πολυχρόνως.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • ημιζωής, χρόνος — Ο χρόνος κατά τον οποίο ο αριθμός των πυρήνων που διασπώνται ελαττώνεται στο μισό. Η ραδιενέργεια ενός δείγματος που περιέχει αρκετούς πυρήνες έχει, επομένως, απεριόριστη διάρκεια από θεωρητική άποψη, αλλά ελαττώνεται πολύ γρήγορα με τον αριθμό… …   Dictionary of Greek

  • κοντόχρονος — η, ο 1. αυτός που τού υπολείπονται λίγες μέρες ζωής, κοντόμερος 2. αυτός που θα γίνει, που θα συντελεστεί σε λίγο χρόνο. Επιρρ. κοντόχρονα σε σύντομο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + χρονος (< χρόνος), πρβλ. ισό χρονος, πολύ χρονος] …   Dictionary of Greek

  • μονόχρονος — μονόχρονος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από έναν μόνο προσωδιακό χρόνο 2. αυτός που έχει μία μόνο ποσότητα, δηλ. που αποτελείται από μία βραχεία συλλαβή 3. εφήμερος, προσωρινός, πρόσκαιρος («τὴν εὐδαιμονίαν βεβλῆσθαι καὶ μονόχρονον αὐτὴν… …   Dictionary of Greek

  • μακρόχρονος — η, ο (AM μακρόχρονος, ον) μακροχρόνιος νεοελλ. (για φθόγγο ή συλλαβή) μακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + χρόνος (πρβλ. πολύ χρονος)] …   Dictionary of Greek

  • παλαιόχρονος — παλαιόχρονος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που ζει ή διαρκεί πολλά χρόνια, μακραίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + χρόνος (πρβλ. πολύ χρονος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύχρονος — η, ο / πολύχρονος, ον, ΝΑ πολυχρόνιος νεοελλ. σχετικά με πρόσ. ως ευχή) μακρόβιος («πολύχρονος νά σαι!»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρόνος (πρβλ. ισό χρονος)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόχρονος — ον, Α αυτός που βρίσκεται στην αρχή τής νιότης του, στην ακμή τής εφηβικής ηλικίας, ο πρώθηβος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + χρόνος (πρβλ. πολύ χρονος)] …   Dictionary of Greek

  • παραγράφω — παράγραψα, παραγράφτηκα, παραγραμμένος, ακυρώνω δικαίωμα ή ματαιώνω συνέπεια αδικήματος, γιατί πέρασε πολύ χρόνος: Τα περισσότερα πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται δύο χρόνια ύστερα από τη μέρα που διαπράχτηκαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… …   Dictionary of Greek

  • ψυχομετρία — Κλάδος της ψυχολογίας, που έχει ως αντικείμενο τη μαθηματική μέτρηση των ψυχικών φαινομένων. Η επιστήμη αυτή, που διαμορφώθηκε από τον φιλόσοφο και μαθηματικό Κ. Βολφ στις αρχές του 18ου αι., μόνο σε νεότερη εποχή βρήκε την πρακτική εφαρμογή της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”