- πολύ-χροιος
πολύ-χροιος, poet. = πολύχροος, Tzetz. A. H. 213.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-χροιος, poet. = πολύχροος, Tzetz. A. H. 213.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύχροιος — ον, Μ (ποιητ. τ.) αυτός που έχει πολλά και ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χροιος (< χροιά), πρβλ. λευκό χροιος] … Dictionary of Greek