- πολύ-φλογος
πολύ-φλογος, flammenreich, E. M., Erkl. von ζαφλεγής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-φλογος, flammenreich, E. M., Erkl. von ζαφλεγής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίφλογος — και πυρόφλογος, ον, Α αυτός που εκβάλλει φλόγες, φλογερός («ἡλίου βολαῑς πυριφλόγοις», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. ά φλογος, πολύ φλογος] … Dictionary of Greek
ολόφλογος — ὁλόφλογος, ον (Μ) γεμάτος φλόγες, ολοφλόγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. πολύ φλογος] … Dictionary of Greek
πολύφλογος — ον, Α αυτός που αναδίδει πολλές φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλογος (< φλόξ, φλογός «φλόγα»), πρβλ. πυρί φλογος] … Dictionary of Greek
φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών … Dictionary of Greek
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek
φλογερός — ή, ό / φλογερός, ά, όν, ΝΑ 1. αυτός που εκπέμπει φλόγα, που καίει, καυτερός (α. «φλογερό καμίνι» β. «φλογεραὶ ἀκτῑνες», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για συναίσθημα) πολύ έντονος, παράφορος (α. «φλογερός έρωτας» β. «φλογερός πατριωτισμός» γ. «ἐσβέσθη… … Dictionary of Greek
φλογόστομος — ον, Μ μτφ. (για ρήτορα) αυτός που είναι πολύ δηκτικός, καυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + στομος (< στόμα), πρβλ. στενό στομος, χαλκό στομος] … Dictionary of Greek
φλόγεος — έα, ον, ΜΑ αυτός που καίει, που βγάζει φλόγες, φλογερός («φλόγεαι πυρὸς αὐγαί», Ευρ.) αρχ. αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά 2. ερυθρός 3. μτφ. (για τον έρωτα) αυτός που προκαλεί πολύ έντονα συναισθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. εος (πρβλ … Dictionary of Greek