- πολύ-φθογγος
πολύ-φθογγος, von od. mit vielen Tönen; Plut. de monarch. 4; αὐλός, Pall., u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-φθογγος, von od. mit vielen Tönen; Plut. de monarch. 4; αὐλός, Pall., u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρηνόφθογγος — θρηνόφθογγος, ον (Μ) αυτός που θρηνεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. εύ φθογγος, πολύ φθογγος] … Dictionary of Greek
πολύφθογγος — η, ο / πολύφθογγος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει, εκπέμπει ή αναδίδει πολλούς ήχους, πολύηχος 2. (για πρόσ.) εύγλωττος και πειστικός («ῥήτορας πολυφθόγγους», Ακάθ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθογγος (< φθόγγος < φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ… … Dictionary of Greek
υψηλόφθογγος — ον, Μ αυτός που έχει υψηλή, δηλαδή μεγαλοπρεπή, έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + φθόγγος (< φθόγγος < φθέγγομαι), πρβλ. πολύ φθογγος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
δίγαμμα — To έκτο γράμμα (F) του φοινικικού αλφάβητου, το οποίο ονομάστηκε έτσι από το σχήμα του που μοιάζει με διπλό κεφαλαίο Γ και προφερόταν βαυ, γιατί παρίστανε έναν φθόγγο σαν το σημερινό Β ή σαν μισό ου. Οι Έλληνες, μαζί με τα άλλα γράμματα του… … Dictionary of Greek
Β, β — Το δεύτερο γράμμα και πρώτο σύμφωνο του ελληνικού αλφαβήτου. Το β ήταν το δεύτερο γράμμα του αρχικού σημιτικού αλφάβητου, από το οποίο προήλθαν τόσο τα σημιτικά αλφάβητα (συριακό, φοινικικό, εβραϊκό κλπ.), όσο και το φοινικικής ειδικότερα… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… … Dictionary of Greek
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek