πολύ-σημος

πολύ-σημος

πολύ-σημος, = πολυσήμαντος, Gramm., wie Schol. Ar. Lys. 337.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύσημος — η, ο (ΑΜ εὔσημος, ον Α και εὔσαμος, ον) λαμπρός, ξεχωριστός, γεμάτος δόξα (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύσημο ή τα εύσημα διακριτικό σημάδι, τιμητική αναγνώριση μσν. (για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί… …   Dictionary of Greek

  • ιδιόσημος — ἰδιόσημος, ον (Α) αυτός που έχει ειδική, ξεχωριστή σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + σημος (< σήμα), πρβλ. εύ σημος, πολύ σημος] …   Dictionary of Greek

  • μακρόσημος — μακρόσημος, ον (Α) πάπ. αυτός που έχει μακρύ γύρο, μακριά παρυφή, μακρύ κράσπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + σῆμα (πρβλ. ά σημος, πολύ σημος)] …   Dictionary of Greek

  • παράσημος — ον, Α 1. αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο σημάδι, αυτός που δεν είναι γνήσιος, ο νόθος, ο ψεύτικος 2. αυτός που σημειώνεται στο περιθώριο 3. αυτός που δείχνει, που φανερώνει κάτι, ενδεικτικός 4. επίσημος, γνωστός, περίφημος για κάτι 5. αξιόλογος,… …   Dictionary of Greek

  • πλειονόσημος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) (για λέξεις) αυτός που έχει περισσότερες τής μιας σημασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων, ονος + σημος (< σῆμα), πρβλ. πολύ σημος] …   Dictionary of Greek

  • πολύσημος — η, ο / πολύσημος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές σημασίες, πολυσήμαντος. επίρρ... πολυσήμως Α με πολύσημο τρόπο, με πολλές σημασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σημος (< σῆμα), πρβλ. επί σημος] …   Dictionary of Greek

  • ταυτόσημος — η, ο / ταὐτόσημος, ον, ΝΜ (για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την ίδια ακριβώς σημασία με άλλον, ταυτοσήμαντος νεοελλ. 1. όμοιος, απαράλλαχτος 2. φρ. «ταυτόσημη διακοίνωση» διακοίνωση που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το… …   Dictionary of Greek

  • ωκύσημος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ταχέως φανερός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + σημος (< σῆμα), πρβλ. πολύ σημος] …   Dictionary of Greek

  • полисеми́я — и, ж. лингв. Наличие у одного слова нескольких значений; многозначность2. [От греч. πολυσημος многозначный] …   Малый академический словарь

  • περίσημος — ον, δωρ. τ. περίσαμος, ον, Α πολύ φημισμένος, περιώνυμος, γνωστός παντού, διαβόητος («ὁ φόνος ἦν... περισαμότατος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σημος (< σῆμα), πρβλ. διά σημος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”