πολύ-σοφος

πολύ-σοφος

πολύ-σοφος, sehr klug, sehr weise, Philostr. soph. 2, 19, wenn die Lesart richtig u. nicht mit Valck. Hipp. 1082 τῶν πάλαι σοφῶν zu schreiben ist, vgl. Osann auct. lex. p. 136.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • σοφός — ή, ό επίρρ. ά 1. πολυμαθής: Ο Σόλωνας ήταν ένας από τους εφτά σοφούς της αρχαιότητας. 2. συνετός, μετρημένος: Οι σοφές συμβουλές του δασκάλου του τον βοήθησαν πολύ στη ζωή. – Η χώρα αυτή κυβερνήθηκε από σοφούς πολιτικούς. 3. κατάλληλος, αυτός που …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • άτε — ἅτε (σύνδ.) (Α) 1. (ομοιωματ.) όπως, καθώς («παταγοῡσιν ἅτε πτηνῶν ἀγέλαι») 2. (αιτιολ.) (με μετοχές) επειδή, αφού, καθώς (ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεύς» καθώς λοιπόν δεν ήταν και πολύ πολύ σοφός ο Επιμηθεύς, Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ.… …   Dictionary of Greek

  • σοφολογιότατος — και σοφολογιώτατος, ο, Ν 1. ο πολύ σοφός και πολύ λόγιος ταυτόχρονα 2. ειρων. σχολαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + λογιότατος / λογιώτατος, υπερθ. βαθμός του λόγιος. Ο τ. σοφολογιώτατος μαρτυρείται από το 1811 στα Έγγραφα Πατριάρχου… …   Dictionary of Greek

  • περισσοσοφώ — έω, Μ είμαι πολύ σοφός («τὰ χρησμοδοτήματα τῶν περισσοσοφούντων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + σοφῶ (< σοφος < σοφός), πρβλ. φιλο σοφώ] …   Dictionary of Greek

  • υπέρσοφος — η, ο / ὑπέρσοφος, ον, ΝΜΑ [σοφός] πάρα πολύ σοφός, πάνσοφος. επίρρ... ὑπερσόφως Μ με υπέρσοφο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • πολυπάνσοφος — ον, Α πάρα πολύ σοφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πάνσοφος] …   Dictionary of Greek

  • πολύσοφος — ον, ΜΑ πολύ σοφός, πολύ συνετός …   Dictionary of Greek

  • υπερεπιστήμων — ον, Α [ἐπιστήμων] πολύ έμπειρος, πολύ σοφός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”