πολύ-σαρκος

πολύ-σαρκος

πολύ-σαρκος, sehr fleischig, wohlbeleibt; Arist. H. A. 7, 2; Luc. D. Mort. 10, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύσαρκος — η, ο / πολύσαρκος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές σάρκες, ο πολύ παχύς, ευτραφής, παχύσαρκος μσν. μτφ. ο πολύ ανόητος, κουτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. παχύ σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • κατάσαρκος — η, ο (Α κατάσαρκος, ον) νεοελλ. αυτός που φοριέται πάνω ακριβώς από τη σάρκα αρχ. πολύ σαρκώδης, παχύσαρκος. επίρρ... κατάσαρκα (Μ κατάσαρκα) ακριβώς πάνω από τη σάρκα τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. έν… …   Dictionary of Greek

  • κενόσαρκος — κενόσαρκος, ον (Μ) αυτός που δεν έχει επαρκή σάρκα, που είναι πολύ αδύνατος, λιπόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λευκό σαρκος, μαλακό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek

  • πολύμοχθος — η, ο / πολύμοχθος, ον ΝΜΑ αυτός τον οποίο αποκτά κανείς με πολύ μόχθο, που απαιτεί πολύ μόχθο, επίμοχθος, επίπονος (α. «πολύμοχθες προσπάθειες», β. «πολύμοχθο επάγγελμα» γ. «πολύμοχθος Ἀρετὰ γένει βροτείῳ», Αριστοτ.) μσν. αρχ. αυτός που μοχθεί… …   Dictionary of Greek

  • ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… …   Dictionary of Greek

  • πολυβλαβής — ές, Α 1. πολύ βλαβερός, πολύ επιζήμιος 2. αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ συχνά 3. αυτός που βλάπτεται εύκολα 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυβλαβές κατάσταση ή ιδιότητα κατά την οποία βλάπτεται κανείς εύκολα («τὸ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • πολυσαρκής — ές, Μ πολύσαρκος, παχύσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σαρκής (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπο σαρκής] …   Dictionary of Greek

  • σαρκόσωμα — το, Ν βιολ. α) πολύ μεγάλο μιτοχόνδριο, πλούσιο σε αναπνευστικά ένζυμα, το οποίο βρίσκεται κυρίως στα μυϊκά κύτταρα με συνεχή λειτουργία, όπως λ.χ. στην καρδιά, ή παρατεταμένη συστολή χάλαση, όπως λ.χ. στα φτερά τών εντόμων β) άλλη ονομασία τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”