- πολύ-στομος
πολύ-στομος, vielmündig, sp. D., wie Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-στομος, vielmündig, sp. D., wie Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύστομος — η, ο / πολύστομος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλά στόμια («πολύστομος Νεῖλος», Νικ. θηρ.) 2. αυτός που λέει πολλά, ο φλύαρος μσν. αρχ. αυτός που λέγεται από πολλά στόματα («πολύστομος φήμη», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στομος (< στόμα),… … Dictionary of Greek
φλογόστομος — ον, Μ μτφ. (για ρήτορα) αυτός που είναι πολύ δηκτικός, καυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + στομος (< στόμα), πρβλ. στενό στομος, χαλκό στομος] … Dictionary of Greek
ψευδοστομώ — έω, Α λέω ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + στομῶ (< στομος < στόμα), πρβλ. πολυ στομῶ] … Dictionary of Greek