πολύ-στημος

πολύ-στημος

πολύ-στημος, mit vielen Einschlagsfäden, Hesych. v. στημόνιον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύστημος — ον, Α 1. αυτός που σύγκειται από πολύ στημόνι, ο υφασμένος πυκνά 2. (κατ επέκτ.) ο καλοφτιαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στημος (< στήμων «στημόνι», με θεματική μορφή), πρβλ. μονό στημος] …   Dictionary of Greek

  • μανόστημος — μανόστημος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτό στημόνι, ο λεπτά υφασμένος («μανόστημοι πέπλοι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» + στημος (< στήμων), πρβλ. αραιόστημος, πολύ στημος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”