- πολύ-σπερμος
πολύ-σπερμος, vielsaamig; Theophr.; ζῷα, Maneth. 6, 256.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-σπερμος, vielsaamig; Theophr.; ζῷα, Maneth. 6, 256.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύσπερμος — η, ο / πολύσπερμος, ον, ΝΜΑ 1. (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα σπέρματα, πολύ σπόρο 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει άφθονο σπερματικό υγρό 3. μτφ. γόνιμος 4. το θηλ. ως ουσ. η πολύσπερμος ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπερμος (<… … Dictionary of Greek
παχύσπερμος — ον, Α (για πρόσ.) αυτός που έχει παχύ σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. πολύ σπερμος] … Dictionary of Greek
πανσπερμία — η, ΝΜΑ ανάμιξη κάθε είδους σπερμάτων, ανάμιξη σπόρων νεοελλ. 1. ανάμιξη κάθε είδους φυλών και εθνοτήτων 2. πλήθος ανθρώπων διαφόρων εθνοτήτων και φυλών 3. φρ. «θεωρία τής πανσπερμίας» βιολ. μια από τις θεωρίες για την προέλευση τής ζωής στη Γη, η … Dictionary of Greek