- πολύ-σπαστος
πολύ-σπαστος, von mehreren Seiten od. an mehreren Fäden gezogen, μηχάνημα, ein Flaschenzug, Plut. Marc. 14 u. Math. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-σπαστος, von mehreren Seiten od. an mehreren Fäden gezogen, μηχάνημα, ein Flaschenzug, Plut. Marc. 14 u. Math. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόσπαστος — ἰσόσπαστος καί σόσπαστος, ον (Μ) εντελώς σπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σπαστος (< σπάζω), πρβλ. νευρό σπαστος, πολύ σπαστος] … Dictionary of Greek
πολύσπαστος — η, ο / πολύσπαστος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έλκεται ή σύρεται με πολλά σχοινιά 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύσπαστο (γενικά) σύμπλεγμα τροχαλιών από το οποίο ανυψώνεται μεγάλο βάρος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. (ειδικά) τεχνολ. σύνολο πολλών τροχαλιών… … Dictionary of Greek
ευπερίσπαστος — εὐπερίσπαστος, ον (Α) αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί σπαστος (< περι σπώ), πρβλ. α περί σπαστος, πολυ περί σπαστος] … Dictionary of Greek
νευρόσπαστος — η, ο (Α νευρόσπαστος, ον) το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν) ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. (μτφ). άνθρωπος που δεν… … Dictionary of Greek
σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων … Dictionary of Greek