πολύ-πηνος, viel durchwebt, φάρεα, Eur. El. 191.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύπηνος — εὔπηνος, ον (Α) αυτός που είναι καλά υφασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηνος (< πήνη «υφάδι»), πρβλ. λεπτό πηνος, πολύ πηνος] … Dictionary of Greek
πολύπηνος — ον, Α πυκνοϋφασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πηνος (< πήνη «νήμα, υφάδι»), πρβλ. λεπτό πηνος] … Dictionary of Greek