πολύ-πλανος

πολύ-πλανος

πολύ-πλανος, = πολυπλανής; πλάναι, Aesch. Prom. 587; κόραι, Augen, Eur. Phoen. 665.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τηλέπλανος — ον, Α αυτός που περιπλανιέται σε μακρινά μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. ἀλί πλανος, πολύ πλανος] …   Dictionary of Greek

  • πολύπλανος — ον, Α πολυπλάνητος, πολυπλανεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. δύσ πλανος] …   Dictionary of Greek

  • ωκύπλανος — ον, Α αυτός που περιπλανάται γρήγορα («ταῑς ὠκυπλάνοις πτερύγων ῥιπαῑς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. πολύ πλανος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”