- πολύ-ποτος
πολύ-ποτος, viel trinkend; Hippocr.; Arist. H. A. 8, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-ποτος, viel trinkend; Hippocr.; Arist. H. A. 8, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύποτος — ον, Α αυτός που πίνει πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ποτός (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. λιγό ποτος] … Dictionary of Greek
σεμνόποτος — ον, Α (για κρασί από τη Λέσβο) ακριβός, δαπανηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + ποτος (< ποτός* < πίνω), πρβλ. πολύ ποτος] … Dictionary of Greek
ολιγόποτος — ὀλιγόποτος, ον (Α) αυτός που πίνει λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ποτός (< θ. πο τού πίνω*), πρβλ. πολύ ποτος] … Dictionary of Greek
ποτίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίσδω Α [πότος] 1. δίνω σε κάποιον να πιει κάτι, συνήθως νερό (α. «ποτίζω τα άλογα» β. «οἶνον ὑποζυγίοις ποτίζειν», Αιν. Τακτ.) 2. (για φυτό ή γη) αρδεύω νεοελλ. 1. αναγκάζω ή παρασύρω κάποιον να πιει κάτι, συνήθως βλαβερό («τη … Dictionary of Greek
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek
ποτικός — ή, όν, Α [πότος] 1. αυτός που τού αρέσει να πίνει, ο επιρρεπής στο ποτό («γενόμενοι δ ὁμοίως ἐρωτικοί, ποτικοί, στρατιωτικοί, μεγαλόδωροι», Πλούτ.) 2. αυτός που μπορεί να πιει πολύ, μεγάλος πότης 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ποτικός ο εύθυμος σύντροφος… … Dictionary of Greek