πολύ-ποτμος

πολύ-ποτμος

πολύ-ποτμος, von vielen Schicksalen, Orph. H. 9, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύποτμος — ον, Α (για τις Ευμενίδες) αυτός που έχει πολλές τύχες, πολλές περιπέτειες τής τύχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πότμος «τύχη, περιπέτεια» (πρβλ. κακό ποτμος)] …   Dictionary of Greek

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”