- πολύ-πτορθος
πολύ-πτορθος, von oder mit vielen Sprößlingen, Nonn. Io. 15, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-πτορθος, von oder mit vielen Sprößlingen, Nonn. Io. 15, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύπτορθος — ον, ΜΑ (για φυτά) αυτός που έχει πολλά βλαστάρια, πολλά τρυφερά κλωνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πτόρθος «βλαστάρι» (πρβλ. φιλό πτορθος)] … Dictionary of Greek